Η δημοκρατική εκτροπή και «η αληθινή κατάσταση έκτακτης ανάγκης»

Του Νικόλα Βαγδούτη 

«H παράδοση των καταπιεσμένων μας διδάσκει ότι η «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» στην οποία ζούμε είναι ο κανόνας. Θα πρέπει να φτάσουμε σε μια σύλληψη της ιστορίας που να ανταποκρίνεται σ’ αυτή την κατάσταση. Τότε θα είναι οφθαλμοφανές το χρέος μας να προκαλέσουμε  εμείς ως συμβάν την αληθινή κατάσταση έκτακτης ανάγκης.»

Βάλτερ Μπένγιαμιν, Θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας(1940)

 

Τη στιγμή που γράφεται το παρόν άρθρο, έχει μόλις συμφωνηθεί η κυβέρνηση «έκτακτης ανάγκης» και «εθνικής σωτηρίας» και επισημοποιείται πλέον η  δημοκρατική εκτροπή.  Μια εκτροπή που φάνταζε μέχρι πριν κάποια χρόνια μακρινή, ακόμη και για όσους διαβάζαμε ότι το πολιτικό προσωπικό που εκπροσωπεί τα συμφέροντα της αστικής τάξης δεν έχει κανένα φιλελεύθερο και δημοκρατικό δισταγμό  να παρακάμψει  με προφανή τρόπο τη λαϊκή βούληση σε περιόδους κρίσης.  Μια εκτροπή που δεν είναι  χούντα, όπως  το 67, με  αναστολή των ατομικών και πολιτικών  ελευθεριών  και των αντιπροσωπευτικών θεσμών.  Αλλά που συνίσταται στην συγκρότηση μιας νέας κυβέρνησης που, εν ονόματι της νόμιμης αρμοδιότητας της Βουλής να δίνει ψήφο εμπιστοσύνης σε οποιαδήποτε κυβέρνηση, είναι σε πρωτοφανή πλήρη αναντιστοιχία με τη λαϊκή βούληση.

Κοινώς, η τυπική νομιμότητα της νέας κυβέρνησης δεν έχει πλέον καμία κοινωνική νομιμοποίηση, κι αυτό μπορεί να μην είναι συνταγματική  εκτροπή  αλλά είναι σίγουρα εκτροπή της ίδιας της δημοκρατίας. Οι «από πάνω» μας έχουν κηρύξει σαφώς τον ταξικό πόλεμο, απλά αυτός ενδύεται την περιβολή της τυπικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Μπορεί λοιπόν  πλέον  να μη χρεοκοπήσει η  χώρα, αλλά αυτή η εκτροπή συμβολίζει την απέλπιδα προσπάθεια των «από πάνω» να διασφαλίσουν με κάθε τρόπο ότι οι εργαζόμενοι  θα πτωχεύσουν .

Γιατί όμως επιλέχθηκε τώρα αυτή η εκτροπή;  

Γνωρίζουμε καλά ότι ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα σε περίοδο πολιτικής αστάθειας είναι το ερώτημα που θα επικρατήσει στον δημόσιο διάλογο. Τα κυρίαρχα ΜΜΕ λοιπόν προσπαθούν να μας πείσουν ότι η πολιτική κρίση και η αστάθεια είναι απόρροια των κακών χειρισμών του «αψυχολόγητου» Παπανδρέου (βλ. δημοψήφισμα)  και ότι  μια συγκυβέρνηση χρειαζόταν   αφ’ ενός για να αποδείξουμε στους ξένους ότι δεν είμαστε αναξιόπιστοι και αφ’ ετέρου για να υπάρξει ηθική ανάταση όλων  των Ελλήνων που αν δουν το πολιτικό προσωπικό να ενώνεται  θα ενωθούν κι αυτοί..

Το ερώτημα που σκοπίμως αποσιωπάται  είναι το γιατί έφτασε όλο το πολιτικό σύστημα να διαβουλεύεται επί μια εβδομάδα, να αγωνιά για την πολιτική του επιβίωση και να αναγκάζεται να προσφύγει σε προφανώς αντιδημοκρατικές λύσεις.

Ποιος έχει προκαλέσει τελικά μια τέτοια ανισορροπία, που να οδηγεί στην αναγκαστική παραίτηση του πρωθυπουργού ; 

Είναι σαφές ότι αυτή η πολιτική αστάθεια και η κατ’ ουσία πτώση της κυβέρνησης    δεν θα υπήρχε αν δεν είχαν προηγηθεί η διήμερη απεργία στις 19-20 Οκτώβρη και η μετατροπή των παρελάσεων σε λαϊκές διαδηλώσεις. Είναι εμφανές ότι τα πρώτα δείγματα της πολιτικής αστάθειας και ανισορροπίας εμφανίστηκαν μόλις οι εργαζόμενοι και η νεολαία μετέτρεψαν την ατομική τους οργή σε συλλογική αυτοπεποίθηση, κυρίως από το Σύνταγμα και μετά. Στο Σύνταγμα εκδηλώθηκε για πρώτη φορά στο πολιτικό επίπεδο η στιγμή που ο Γκράμσι ονομάζει «οργανική κρίση» – η στιγμή κατά την οποία οι «από κάτω» δεν θέλουν να κυβερνηθούν: στις 15 Ιουνίου, και τουλάχιστον για έξι ώρες, δεν είχαμε κυβέρνηση. Τώρα, όλοι αυτοί οι αγωνιώδεις τακτικισμοί  που κράτησαν  επί μια εβδομάδα (και η επακόλουθη πτώση του Παπανδρέου)  ήταν συνέπεια  του ότι   ο λαός  έδειξε , με τελευταίο τέτοιο δείγμα την 28η Οκτώβρη, ότι όχι απλά δεν (τους) αντέχει άλλο αλλά ότι έχει αρχίσει  πλέον να  πιστεύει ότι μπορεί και να τους νικήσει..

Σ’ αυτή την περίοδο, οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις είχαν δύο επιλογές: να αφήσουν το λαό να εκφραστεί ελεύθερα και δημοκρατικά, μέσω των εκλογών, ή να κρίνουν  ότι αυτό είναι επικίνδυνο γιατί θα έθετε τις βάσεις όχι μόνο για την ανατροπή τις κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ αλλά ακόμη και για  την κανονική αναπαραγωγή του πολιτικού συστήματος, Γι’ αυτό επέλεξαν το δεύτερο, την δημοκρατική εκτροπή, μέσω της πλήρους αυτονόμησης του αντιπροσωπευτικού θεσμού του Κοινοβουλίου από την βούληση της κοινωνίας. Είναι ακριβώς αυτό που ο Λένιν ονόμαζε «κοινοβουλευτικό κρετινισμό».

 

Έρχονται λοιπόν σε αντίθεση με το λαϊκό παράγοντα που έδειξε ότι δεν θέλει να κυβερνηθεί με την ίδια πολιτική. Κι αυτό γιατί  όταν ανατρέπεται όλο το οικονομικό οικοδόμημα του κοινωνικού συμβολαίου(μισθοί, εργασιακές συνθήκες, συντάξεις)  , ο υλικός αγώνας «για το ψωμί»  αναγκάζει πλέον το συντριπτικά μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας να σταθεί απέναντι σ’ αυτούς που προσπαθούν να θέσουν σε αμφισβήτηση ακόμη και την αξιοπρεπή του διαβίωση.

Όμως αυτή η αναντιστοιχία που υπάρχει μεταξύ της λαϊκής βούλησης και του πολιτικού επιπέδου , δεν μπορεί να παραμείνει αιωνίως και εντός σύντομου χρονικού διαστήματος αίρεται. Αυτό το κενό θα αρθεί είτε με την επικράτηση της βούλησης της κοινωνίας είτε όμως με την επανενσωμάτωση της αντίληψης ότι, όσο κι αν  αυτή οργίζεται και δεν μπορεί  να εξασφαλίσει τους όρους αξιοπρεπούς διαβίωσης, οι πολιτικές λύσεις (και άρα τα πολιτικά διλήμματα)θα  έρχονται από τα πάνω και η πολιτική ατζέντα θα εξαντλείται στα δελτία των 8. Σ’ αυτό ακριβώς στοχεύει η πρόταση της συγκυβέρνησης και εκεί ακριβώς μπαίνουν τα καθήκοντα της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Η συγκυβέρνηση στοχεύει  στο να ξαναπείσει ότι η βούληση του λαού  εξαντλείται στην εικόνα  της  κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας  και άρα όσο πιο μεγάλη είναι αυτή, τόσο περισσότερο απηχεί την βούλησή του. Στοχεύει τελικά  να πείσει ότι η ιστορία δεν γράφεται από τις μάζες, αλλά μόνο από τα πάνω και άρα ότι  δεν έχει νόημα να σκεφτόμαστε με όρους και ερωτήματα έξω απ’ αυτά που βάζει η πολιτική κανονικότητα.

   Είναι λοιπόν τώρα  μια πολύ κρίσιμη στιγμή. Η στιγμή που συγκρούεται το νέο που δεν έχει γεννηθεί ακόμα με το παλιό που οδεύει στο θάνατο. Οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις που δεν απηχούν τη βούληση της κοινωνίας και  η κοινωνία που προσπαθεί να βρει έμπρακτα έκφραση στο πολιτικό επίπεδο,  ώστε να πειστεί τελικά και η ίδια ότι η οργή της μπορεί να μετατραπεί σε αποτελεσματική  δύναμη ανατροπής. Είναι λοιπόν εδώ η ευθύνη της ριζοσπαστικής αριστεράς  να δημιουργήσει έμπρακτα τις συνθήκες ώστε η κοινωνία να συνεχίσει να αποτελεί την κινητήρια δύναμη των εξελίξεων. Οι στιγμές απαιτούν διαρκή λαϊκή κινητοποίηση, ώστε η πολιτική ατζέντα και οι εξελίξεις να μην καθορίζονται από την κυβέρνηση, αλλά από το λαϊκό παράγοντα. Οι μαζικές κινητοποιήσεις, από αύριο και σε όλο το επόμενο διάστημα είναι ο μόνος τρόπος για να διασφαλιστεί  ότι η πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου δεν θα αποτυπωθεί ως απόρροια «κακών χειρισμών» της ή ανεπαρκούς εθνικής στήριξής της, αλλά ως η αισιόδοξη  προαναγγελία της πολιτικής καθολικής  ήττας του κυρίαρχου πολιτικού σκηνικού . Κι’ αυτό γιατί αν ο λαϊκός παράγοντας σταματήσει να είναι η κινητήρια δύναμη, οι εκβιασμοί της κυβέρνησης και των Ευρωπαίων θα είναι αυτοί που θα καθοδηγούν τελικά την ίδια τη λαϊκή βούληση την επομένη, θα είναι αυτοί που θα ερμηνεύουν ηγεμονικά ακόμη και τα συμβάντα του παρελθόντος . Έτσι, η «γέννα» του καινούργιου μπορεί τελικά να ματαιωθεί και να υπάρξει «ανάσταση»του παλιού, έστω και με άλλες μορφές.

Η αρχή έχει ήδη γίνει. Ήταν το  Σύνταγμα, ήταν η απεργία στις 19-20 Οκτώβρη , ήταν η 28η  Οκτώβρη. Να είναι ο λαϊκός παράγοντας που θα συνεχίζει να καθορίζει τις πολιτικές εξελίξεις μέχρι να τους ανατρέψουμε οριστικά, μέχρι να είμαστε εμείς αυτοί που  τελικά θα προκαλέσουμε  την «αληθινή κατάσταση έκτακτης ανάγκης».